- μελουργός
- μελουργός, -όν (ΑM)αυτός που συνθέτει μουσικήμσν.μελωδικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ουργός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
μελουργία — μελουργία, ἡ (Μ) [μελουργός] 1. μουσική σύνθεση, μελωδία 2. παρασκευή μελιού, μελισσουργία … Dictionary of Greek
μελουργικός — μελουργικός, ή, όν (Μ) [μελουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελουργία, δηλ. στη μελωδία … Dictionary of Greek
μελουργώ — μελουργῶ, έω (ΑM) [μελουργός] συνθέτω μουσική, μελοποιώ μσν. 1. κάνω κάτι γλυκό εμβαπτίζοντάς το στο μέλι 2. τραγουδώ … Dictionary of Greek